- πλιγούρι
- τό1) крупа (пшеничная'); 2) каша (из пшеничной крупы)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλιγούρι — και μπληγούρι και μπλιγούρι και μπλογούρι και πλουγούρι και μπλουγούρι και μπουλγούρι και πνιγούρι, το, Ν 1. χονδροαλεσμένο ή χονδροκοπανισμένο σιτάρι που χρησιμοποιείται για την παρασκευή σούπας ή άλλων φαγητών 2. το φαγητό που παρασκευάζεται… … Dictionary of Greek
πλιγούρι — το (λ. τουρκ.), χοντραλεσμένο σιτάρι για σούπα κτλ., αλλιώς μπλιγούρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Bulgur — (also bulghur or burghul) [http://74.125.39.104/search?q=cache:KZb9z7MB5l4J:www.ochef.com/110.htm+bulghur hl=en ct=clnk cd=1] (from Turkish bulgur [ [http://www.m w.com/dictionary/bulgur Merriam Webster Online Bulgur] ] , known as πλιγούρι ,… … Wikipedia
Gemista — Gemista: tomates y pimientos rellenos de arroz. La gemista (en griego γεμιστά) es un plato de la cocina griega consistente en tomates y pimientos rellenos de arroz y especias, y cocidos en el horno. A veces también se hace con berenjena o… … Wikipedia Español
-ούρι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής από μσν. κατάλ. ούρι(ο)ν που σχηματίστηκε από ουσ. σε ουρος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. μελάν ουρος > μελαν ούρι, παλί ουρος > παλι oύρı, κόντ ουρος > κοντ ούρι) και επεκτάθηκε και σε ονόματα που δεν… … Dictionary of Greek
ερεικτός — ἐρεικτός και ἐρικτός, ή, όν (Α) [ερείκω] 1. (για όσπρια) ο χονδραλεσμένος, ο χονδροκοπανισμένος 2. (το ουδ. συνήθ. στον πληθ.) τὸ ἐρ(ει)κτὸν και τὰ ἐρ(ε)ικτά το χονδραλεσμένο σιτάρι, το πλιγούρι … Dictionary of Greek
μπληγούρι — και μπλιγούρι, το βλ. πλιγούρι … Dictionary of Greek
μπλουγούρι — το βλ. πλιγούρι … Dictionary of Greek
μπουλγούρι — το βλ. πλιγούρι … Dictionary of Greek
πνιγούρι — το, Ν βλ. πλιγούρι … Dictionary of Greek
χίδρον — και χῖδρον, τὸ, Α συν. στον πληθ. τὰ χῑδρα χοντροαλεσμένο ή χοντροκοπανισμένο σιτάρι, το πλιγούρι, καθώς και το φαγητό που παρασκευάζεται από αυτό («χῑδρα φαγὼν ἀναθαρρήσῃ καὶ στεμφύλῳ εἰς λόγον ἔλθη», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη … Dictionary of Greek